- αδιάκριτος
- η , ο [ος , ον ]1) неясный; нечёткий; неразличимый;
αδιάκριτα στοιχεία — очень мелкий шрифт;
2) невежливый; бестактный;3) нахальный, наглый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιάκριτα στοιχεία — очень мелкий шрифт;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀδιάκριτος — undistinguishable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάκριτος — η, ο (Α ἀδιάκριτος, ον) 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος 2. (εττίρρ.) αδιακρίτως δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος … Dictionary of Greek
αδιάκριτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε διακρίνεται, δε φαίνεται: Τα μικρόβια είναι αδιάκριτα με γυμνό μάτι. 2. αυτός που δεν έχει καλή συμπεριφορά, διακριτικότητα, ο ανάγωγος: Οι ερωτήσεις που έκανε ήταν πολύ αδιάκριτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιακριτώτερον — ἀδιάκριτος undistinguishable masc acc comp sg ἀδιάκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc comp sg ἀδιάκριτος undistinguishable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακρίτως — ἀδιάκριτος undistinguishable adverbial ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάκριτον — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem acc sg ἀδιάκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακρίτοις — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακρίτου — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακρίτους — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακρίτων — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακρίτῳ — ἀδιάκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)